ὄζαι

ὄζαι
ὄζη
bad smell
fem nom/voc pl
ὄζᾱͅ , ὄζη
bad smell
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όζη — (II) η (βιοχ.) άλλη ονομασία τού μονοσακχαρίτη. (III) ὄζη, ἡ (Α) 1. δυσοσμία, αποφορά που αναδίδεται κυρίως από το στόμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄζαι τα δέρματα τών ονάγρων», τών άγριων όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὄζω «αναδίδω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”